- κραξ
- οζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας cracidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. crax (< νεώτ. λατ. crax, μεταπλασμένος τ. τού κρεξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κράξιμο — το (Μ κράξιμον) νεοελλ. 1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας 3. η απομίμηση τής φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς 4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα 5. γελοιοποίηση … Dictionary of Greek
κραξιά — η 1. κραυγή, ιδίως κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως ορνίθων ή άλλων κατοικίδιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ τού κράζω (πρβλ. αόρ. ἔ κραξ α) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, ρουφηξ ιά)] … Dictionary of Greek
σκιάξιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκιάζω (II), εκφοβισμός, τρόμαγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα τού σκιάζω (ΙΙ) «φοβίζω» + κατάλ. ιμο (πρβλ. κράξ ιμο)] … Dictionary of Greek